Προκόβω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: προκόβω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
квітнець
Προκόβω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προκόβω

προκόβω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, προκόβω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • προκρίνομαι στα λευκορωσικά - аддаваць перавагу, яны аддавалі перавагу, аддавалі перавагу, каб яны аддавалі перавагу
  • προκυμαία στα λευκορωσικά - бераг, берег
  • προκύπτω στα λευκορωσικά - нарастаць, ўзрастаць
  • προλέγω στα λευκορωσικά - прадказваць, прагназаваць
Τυχαίες λέξεις
Προκόβω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: квітнець