Προκόβω στα ουκρανικά

Μετάφραση: προκόβω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розростатись, процвітіть, буйно, процвітати, процвітатиме, процвітатимуть
Προκόβω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προκόβω

προκόβω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, προκόβω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • προκρίνομαι στα ουκρανικά - кваліфікує, воліти, віддавати перевагу, перевагу, надавати перевагу, за краще
  • προκυμαία στα ουκρανικά - берег, беріг, берега
  • προκύπτω στα ουκρανικά - накопичуватися, слідувати, поставати, надихніть, здійматися, випливати, воскрети, ...
  • προλέγω στα ουκρανικά - проповідницький, передбачати, пророкувати, прогнозувати, передбачити
Τυχαίες λέξεις
Προκόβω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: розростатись, процвітіть, буйно, процвітати, процвітатиме, процвітатимуть