Προκόβω στα λιθουανικά

Μετάφραση: προκόβω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
klestėti, klestėtų, klestės, klesti, suklestėti
Προκόβω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προκόβω

προκόβω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, προκόβω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • προκρίνομαι στα λιθουανικά - teikti pirmenybę, nori, pirmenybę, renkasi, teikia pirmenybę
  • προκυμαία στα λιθουανικά - krantinėje, Waterfront, kranto, krantinės
  • προκύπτω στα λιθουανικά - kilti, priaugti, sukaupti, atitenka, susikaupti, skaičiuojamos
  • προλέγω στα λιθουανικά - išpranašauti, išburti, nuspėti, foretell, Nusimato
Τυχαίες λέξεις
Προκόβω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: klestėti, klestėtų, klestės, klesti, suklestėti