Προκόβω στα τσεχικά

Μετάφραση: προκόβω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vzkvétat, prosperovat, prospívat, rozkvět, dařit, daří
Προκόβω στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προκόβω

προκόβω λεξικό γλώσσας τσεχικά, προκόβω στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • προκρίνομαι στα τσεχικά - zmírňovat, oprávnit, označit, zmírnit, vymezit, kvalifikovat, omezit, ...
  • προκυμαία στα τσεχικά - nábřeží, Waterfront, na nábřeží, nábřežní, u moře
  • προκύπτω στα τσεχικά - akumulovat, vzniknout, pojít, přibýt, nahromadit, vyvstávat, narůstat, ...
  • προλέγω στα τσεχικά - prorokovat, předvídat, předpovídat, tipovat, předpovědět, předpovídají
Τυχαίες λέξεις
Προκόβω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: vzkvétat, prosperovat, prospívat, rozkvět, dařit, daří