Προκόβω στα ρουμανικά
Μετάφραση: προκόβω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
înflori, înflorească, se dezvolte, prospere, infloreasca
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προκόβω
προκόβω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, προκόβω στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- προκρίνομαι στα ρουμανικά - prefera, preferă, preferați, prefer, prefere
- προκυμαία στα ρουμανικά - la malul mării, malul mării, malul apei, waterfront, la malul apei
- προκύπτω στα ρουμανικά - crește, rezulta, spori, acumula, revin
- προλέγω στα ρουμανικά - prezice, prezică, prezis, prezic, prevesti
Τυχαίες λέξεις
Προκόβω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: înflori, înflorească, se dezvolte, prospere, infloreasca
Μεταφράσεις: înflori, înflorească, se dezvolte, prospere, infloreasca