Τρυφερός στα ισλανδικά
Μετάφραση: τρυφερός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
elskandi, elska, að elska, kærleiksríkur
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρυφερός
τρυφερόσ συνώνυμα, τρυφερός άντρας, τρυφερόσ σύντροφοσ, τρυφερός συνώνυμο, τρυφερός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, τρυφερός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- τρυπάνι στα ισλανδικά - bora, bor, borinn
- τρυπώ στα ισλανδικά - stinga, bankaðu, pikkaðu, pikka, pikkaðu á, pikkarðu á
- τρυφερότητα στα ισλανδικά - ástfóstur, eymsli, viðkvæmni, eymsli í, eymslum, blíða
- τρωκτικό στα ισλανδικά - nagdýr, nagdýra, nagdýrum, hjá nagdýrum
Τυχαίες λέξεις
Τρυφερός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: elskandi, elska, að elska, kærleiksríkur
Μεταφράσεις: elskandi, elska, að elska, kærleiksríkur