Τρυφερός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: τρυφερός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
љубов, сакањето, полн со љубов, љубовен, љуби
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρυφερός
τρυφερόσ συνώνυμα, τρυφερός άντρας, τρυφερόσ σύντροφοσ, τρυφερός συνώνυμο, τρυφερός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, τρυφερός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- τρυπάνι στα σλαβομακεδονικά - вежба, вежбата, бормашина, дупчалка, воена вежба
- τρυπώ στα σλαβομακεδονικά - чешма, од чешма, допрете, славината, чешмата
- τρυφερότητα στα σλαβομακεδονικά - нежност, нежноста, нежности, осетливост, осетливост на
- τρωκτικό στα σλαβομακεδονικά - глодари, глодар, глодарите, глодач, глушец
Τυχαίες λέξεις
Τρυφερός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: љубов, сакањето, полн со љубов, љубовен, љуби
Μεταφράσεις: љубов, сакањето, полн со љубов, љубовен, љуби