Τρυφερός στα λευκορωσικά
Μετάφραση: τρυφερός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
любіць, які любіць, кахаючы, хто любіць, любячы
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρυφερός
τρυφερόσ συνώνυμα, τρυφερός άντρας, τρυφερόσ σύντροφοσ, τρυφερός συνώνυμο, τρυφερός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, τρυφερός στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- τρυπάνι στα λευκορωσικά - дрыль, дрель
- τρυπώ στα λευκορωσικά - кран
- τρυφερότητα στα λευκορωσικά - пяшчота, пяшчоту, нежность, пяшчотнасць
- τρωκτικό στα λευκορωσικά - грызун, грызуноў, грызуны
Τυχαίες λέξεις
Τρυφερός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: любіць, які любіць, кахаючы, хто любіць, любячы
Μεταφράσεις: любіць, які любіць, кахаючы, хто любіць, любячы