Τρυφερός στα ουκρανικά
Μετάφραση: τρυφερός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чуттєвий, молодій, ніжний, уразливий, люблячий, молодий, молодої, любить, що любить, хто любить, який любить
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρυφερός
τρυφερόσ συνώνυμα, τρυφερός άντρας, τρυφερόσ σύντροφοσ, τρυφερός συνώνυμο, τρυφερός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τρυφερός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- τρυπάνι στα ουκρανικά - свердло, бурав, свердел, дриль, дрель
- τρυπώ στα ουκρανικά - вартість, ціноутворення, кран
- τρυφερότητα στα ουκρανικά - кохання, хворобу, прихильність, ласка, любов, ніжність, нежность
- τρωκτικό στα ουκρανικά - їхав, гризун, білка
Τυχαίες λέξεις
Τρυφερός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: чуттєвий, молодій, ніжний, уразливий, люблячий, молодий, молодої, любить, що любить, хто любить, який любить
Μεταφράσεις: чуттєвий, молодій, ніжний, уразливий, люблячий, молодий, молодої, любить, що любить, хто любить, який любить