Τρυφερός στα τούρκικα
Μετάφραση: τρυφερός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cılız, müşfik, teklif, ince, zayıf, hassas, seven, sevgi dolu, sevgi, loving, sevmek
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρυφερός
τρυφερόσ συνώνυμα, τρυφερός άντρας, τρυφερόσ σύντροφοσ, τρυφερός συνώνυμο, τρυφερός λεξικό γλώσσας τούρκικα, τρυφερός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- τρυπάνι στα τούρκικα - matkap, sondaj, delme, matkabı, drill
- τρυπώ στα τούρκικα - musluk, dokunun, kademe, öğesine dokunun, Tap
- τρυφερότητα στα τούρκικα - hassaslık, hassasiyet, hassasiyeti, duyarlılık, şefkat
- τρωκτικό στα τούρκικα - kemirgen, rodent, kemirici, bir kemirgen
Τυχαίες λέξεις
Τρυφερός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: cılız, müşfik, teklif, ince, zayıf, hassas, seven, sevgi dolu, sevgi, loving, sevmek
Μεταφράσεις: cılız, müşfik, teklif, ince, zayıf, hassas, seven, sevgi dolu, sevgi, loving, sevmek