Τύψη στα ισλανδικά

Μετάφραση: τύψη, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
compunction
Τύψη στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τύψη

τύψη λεξικό γλώσσας ισλανδικά, τύψη στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • τύφλωση στα ισλανδικά - blinda, blindu, hann fulla sjón, fulla sjón, Forherðing
  • τύχη στα ισλανδικά - hending, happ, tilviljun, tækifæri, Fortune, örlög, gæfu, ...
  • τώρα στα ισλανδικά - nú, núna, núna til, nú að
  • υαλώδης στα ισλανδικά - glerkennt, glassy, Glerkennda
Τυχαίες λέξεις
Τύψη στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: compunction