Τύψη στα ολλανδικά

Μετάφραση: τύψη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wroeging, berouw, compunction, scrupules, scrupule
Τύψη στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τύψη

τύψη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τύψη στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τύφλωση στα ολλανδικά - blindheid, verblinding, blind, verblindheid
  • τύχη στα ολλανδικά - wagen, uitzicht, buitenkansje, tref, toevallig, kans, gebeurtenis, ...
  • τώρα στα ολλανδικά - wel, komaan, dadelijk, zo, thans, enfin, tegenwoordig, ...
  • υαλώδης στα ολλανδικά - glazig, glasachtig, glasachtige, glazige, glassy
Τυχαίες λέξεις
Τύψη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: wroeging, berouw, compunction, scrupules, scrupule