Δύσπιστος στα ισπανικά
Μετάφραση: δύσπιστος, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
incrédulo, incrédula, incrédulos, incredulidad, de incredulidad
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δύσπιστος
δύσπιστος αγγλικά, δύσπιστος στα αγγλικά, δύσπιστος μετάφραση, δύσπιστος λεξικό γλώσσας ισπανικά, δύσπιστος στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- δύσκαμπτος στα ισπανικά - rígido, rígida, tieso, tiesa, rígidas
- δύσκολος στα ισπανικά - trabajoso, resistente, duro, penoso, difícil, rudo, pesado, ...
- δύστροπος στα ισπανικά - arisco, de mal genio, regañona, shrewish, gruñona, mal genio
- δύσχρηστος στα ισπανικά - indócil, intratable, intratables, insoluble, insuperable, insolubles
Τυχαίες λέξεις
Δύσπιστος στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: incrédulo, incrédula, incrédulos, incredulidad, de incredulidad
Μεταφράσεις: incrédulo, incrédula, incrédulos, incredulidad, de incredulidad