Δύσπιστος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: δύσπιστος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
incrédulo, incrédula, incrédulos, incredulidade, de incredulidade
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δύσπιστος
δύσπιστος αγγλικά, δύσπιστος στα αγγλικά, δύσπιστος μετάφραση, δύσπιστος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δύσπιστος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- δύσκαμπτος στα πορτογαλικά - rígido, rijo, duro, dura, rígida
- δύσκολος στα πορτογαλικά - sólido, diferentemente, ladino, forte, duramente, astuto, ardiloso, ...
- δύστροπος στα πορτογαλικά - rabugento, de mau gênio, shrewish, rabugenta, megera
- δύσχρηστος στα πορτογαλικά - intratável, intratáveis, insolúvel, refratária, intractable
Τυχαίες λέξεις
Δύσπιστος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: incrédulo, incrédula, incrédulos, incredulidade, de incredulidade
Μεταφράσεις: incrédulo, incrédula, incrédulos, incredulidade, de incredulidade