Δύσπιστος στα ιταλικά
Μετάφραση: δύσπιστος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
incredulo, incredula, increduli, incredulità, incredule
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δύσπιστος
δύσπιστος αγγλικά, δύσπιστος στα αγγλικά, δύσπιστος μετάφραση, δύσπιστος λεξικό γλώσσας ιταλικά, δύσπιστος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- δύσκαμπτος στα ιταλικά - rigido, rigida, rigidi, rigide, duro
- δύσκολος στα ιταλικά - faticoso, furbo, saldo, difficile, arduo, pesante, robusto, ...
- δύστροπος στα ιταλικά - bisbetico, bisbetica, shrewish
- δύσχρηστος στα ιταλικά - intrattabile, intrattabili, insolubile, trattabile, irrisolvibile
Τυχαίες λέξεις
Δύσπιστος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: incredulo, incredula, increduli, incredulità, incredule
Μεταφράσεις: incredulo, incredula, increduli, incredulità, incredule