Δύσπιστος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: δύσπιστος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
недаверлівы, недаверліва
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δύσπιστος
δύσπιστος αγγλικά, δύσπιστος στα αγγλικά, δύσπιστος μετάφραση, δύσπιστος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, δύσπιστος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- δύσκαμπτος στα λευκορωσικά - жорсткі, цвёрды, цвёрдая, цвёрдую
- δύσκολος στα λευκορωσικά - моцны, цяжкi, цяжка, складана
- δύστροπος στα λευκορωσικά - сварлівы, ядавіты
- δύσχρηστος στα λευκορωσικά - падатнасць, непадатным, непадаткія, непадатлівым, непадатлівую
Τυχαίες λέξεις
Δύσπιστος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: недаверлівы, недаверліва
Μεταφράσεις: недаверлівы, недаверліва