Άναυδος στα ιταλικά

Μετάφραση: άναυδος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
muto, interdetto, sbalordito, bocca aperta, attonito, a bocca aperta
Άναυδος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άναυδος

άναυδος συνώνυμο, άναυδος blog, άναυδος λεξικο, άναυδος έμεινε το μεσημέρι ένας ψαράς στην πρέβεζα όταν διαπίστωσε, άναυδος ετυμολογία, άναυδος λεξικό γλώσσας ιταλικά, άναυδος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • άμυνα στα ιταλικά - difesa, di difesa, la difesa, difensore, della difesa
  • άναρθρος στα ιταλικά - inarticolato, inarticolata, inarticulate, inarticolati, disarticolato
  • άνδρας στα ιταλικά - uomo, marito, dell'uomo, l'uomo, man, uomo di
  • άνεμος στα ιταλικά - vento, scoreggia, peto, del vento, wind, eolica, faito
Τυχαίες λέξεις
Άναυδος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: muto, interdetto, sbalordito, bocca aperta, attonito, a bocca aperta