Άναυδος στα ολλανδικά

Μετάφραση: άναυδος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sprakeloos, stom, verbluft, stomheid geslagen, stomverbaasd, met stomheid geslagen, verbijsterd
Άναυδος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άναυδος

άναυδος συνώνυμο, άναυδος blog, άναυδος λεξικο, άναυδος έμεινε το μεσημέρι ένας ψαράς στην πρέβεζα όταν διαπίστωσε, άναυδος ετυμολογία, άναυδος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, άναυδος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • άμυνα στα ολλανδικά - defensie, verdediging, weer, afweer, verweer, de verdediging
  • άναρθρος στα ολλανδικά - sprakeloos, ongeleed, onverstaanbare, onuitgesproken, onduidelijke
  • άνδρας στα ολλανδικά - mens, mensdom, man, mensheid, manspersoon, vent, de mens, ...
  • άνεμος στα ολλανδικά - veest, wind, wikkelen, spoelen, scheet, oprollen, winden, ...
Τυχαίες λέξεις
Άναυδος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: sprakeloos, stom, verbluft, stomheid geslagen, stomverbaasd, met stomheid geslagen, verbijsterd