Άναυδος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: άναυδος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нямы, ашаломлены, аслупянелы, як аслупянелы, збянтэжаны, агаломшаны
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άναυδος
άναυδος συνώνυμο, άναυδος blog, άναυδος λεξικο, άναυδος έμεινε το μεσημέρι ένας ψαράς στην πρέβεζα όταν διαπίστωσε, άναυδος ετυμολογία, άναυδος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, άναυδος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- άμυνα στα λευκορωσικά - абароны
- άναρθρος στα λευκορωσικά - невыразны, усхваляваны, цьмяны, ціхенькі, няўцямны
- άνδρας στα λευκορωσικά - муж, чалавек
- άνεμος στα λευκορωσικά - вецер, Лісце, Лісце і, Дым, Месяц
Τυχαίες λέξεις
Άναυδος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: нямы, ашаломлены, аслупянелы, як аслупянелы, збянтэжаны, агаломшаны
Μεταφράσεις: нямы, ашаломлены, аслупянелы, як аслупянелы, збянтэжаны, агаломшаны