Άναυδος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: άναυδος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
уплашен, dumbfounded, премногу уплашен
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άναυδος
άναυδος συνώνυμο, άναυδος blog, άναυδος λεξικο, άναυδος έμεινε το μεσημέρι ένας ψαράς στην πρέβεζα όταν διαπίστωσε, άναυδος ετυμολογία, άναυδος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, άναυδος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- άμυνα στα σλαβομακεδονικά - одбрана, одбраната, за одбрана, одбранбените, одбрана на
- άναρθρος στα σλαβομακεδονικά - неартикулирани, неартикулирано, нечленоразделното, сослушаат во нечленоразделното
- άνδρας στα σλαβομακεδονικά - мажот, човек, човекот, маж
- άνεμος στα σλαβομακεδονικά - ветрот, ветерници, ветер, ветерот, на ветерот
Τυχαίες λέξεις
Άναυδος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: уплашен, dumbfounded, премногу уплашен
Μεταφράσεις: уплашен, dumbfounded, премногу уплашен