Έμβολο στα ιταλικά
Μετάφραση: έμβολο, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pistone, stantuffo, del pistone, pistoni, a pistone
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έμβολο
μικρό έμβολο, υδραυλικό έμβολο, μεγάλο έμβολο, έμβολο κινητήρα, καφετιέρα έμβολο, έμβολο λεξικό γλώσσας ιταλικά, έμβολο στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- έλυτρο στα ιταλικά - guscio, buccia, fodero, guaina, guaina di, guaina in, del fodero
- έμβασμα στα ιταλικά - invio, rimessa, rimesse, di rimessa, la rimessa
- έμβρυο στα ιταλικά - embrione, feto, del feto, il feto, fetale, feto in
- έμπιστος στα ιταλικά - fidato, fedele, fidata, trusty, affidabile
Τυχαίες λέξεις
Έμβολο στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: pistone, stantuffo, del pistone, pistoni, a pistone
Μεταφράσεις: pistone, stantuffo, del pistone, pistoni, a pistone