Έμβολο στα τσεχικά

Μετάφραση: έμβολο, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
píst, pístu, pístové, pístní, pístem
Έμβολο στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έμβολο

μικρό έμβολο, υδραυλικό έμβολο, μεγάλο έμβολο, έμβολο κινητήρα, καφετιέρα έμβολο, έμβολο λεξικό γλώσσας τσεχικά, έμβολο στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • έλυτρο στα τσεχικά - skořápka, kůra, slupka, pouzdro, pochva, plášť, pláště, ...
  • έμβασμα στα τσεχικά - poukaz, odeslání, zásilka, úhrada, převod, remitencí, prominutí, ...
  • έμβρυο στα τσεχικά - embryo, zárodek, plod, plodu, fetus
  • έμπιστος στα τσεχικά - důvěrník, spolehlivý, věrný, trusty, věrným, důvěryhodný
Τυχαίες λέξεις
Έμβολο στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: píst, pístu, pístové, pístní, pístem