Έμβολο στα ρουμανικά
Μετάφραση: έμβολο, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
piston, pistonului, cu piston, de piston, pistonul
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έμβολο
μικρό έμβολο, υδραυλικό έμβολο, μεγάλο έμβολο, έμβολο κινητήρα, καφετιέρα έμβολο, έμβολο λεξικό γλώσσας ρουμανικά, έμβολο στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- έλυτρο στα ρουμανικά - teacă, înveliș, manta, teaca, tecii
- έμβασμα στα ρουμανικά - remitere, remitențe, de remitențe, remitențelor, remiterea
- έμβρυο στα ρουμανικά - embrion, fetus, făt, fat, fătului, fatului
- έμπιστος στα ρουμανικά - credincios, încredere, de încredere, incredere, de incredere
Τυχαίες λέξεις
Έμβολο στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: piston, pistonului, cu piston, de piston, pistonul
Μεταφράσεις: piston, pistonului, cu piston, de piston, pistonul