Έμβολο στα ολλανδικά

Μετάφραση: έμβολο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zuiger, piston, de zuiger, zuigers, zuiger-
Έμβολο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έμβολο

μικρό έμβολο, υδραυλικό έμβολο, μεγάλο έμβολο, έμβολο κινητήρα, καφετιέρα έμβολο, έμβολο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, έμβολο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • έλυτρο στα ολλανδικά - schil, schaal, schors, dop, schede, mantel, omhulsel, ...
  • έμβασμα στα ολλανδικά - afdracht, transfer, remise, overmaking, overschrijving, remittance
  • έμβρυο στα ολλανδικά - embryo, foetus, de foetus, vrucht
  • έμπιστος στα ολλανδικά - betrouwbaar, trouwe, vertrouwde, betrouwbare, trusty
Τυχαίες λέξεις
Έμβολο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zuiger, piston, de zuiger, zuigers, zuiger-