Διαφθείρω στα ιταλικά

Μετάφραση: διαφθείρω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
depravare, deprave, corrompere, depravazione
Διαφθείρω στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαφθείρω

διαφθείρω αοριστοσ, διαφθείρω αρχικοι χρονοι αρχαια, διαφθείρω αρχικοι χρονοι, διαφθείρω λεξικο, διαφθείρω συνώνυμο, διαφθείρω λεξικό γλώσσας ιταλικά, διαφθείρω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • διαφημίζω στα ιταλικά - annunziare, pubblicizzare, pubblicità, advertise, pubblicizzala, inseriere
  • διαφημιστικός στα ιταλικά - pubblicità, pubblicitaria, la pubblicità, pubblicitario, pubblicitari
  • διαφθορά στα ιταλικά - corruzione, la corruzione, danneggiamento, alla corruzione, di corruzione
  • διαφορά στα ιταλικά - differenza, differenza di, differenze, la differenza, divario
Τυχαίες λέξεις
Διαφθείρω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: depravare, deprave, corrompere, depravazione