Διαφθείρω στα τούρκικα
Μετάφραση: διαφθείρω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ayartmak, ahlâkını bozmak, baştan çıkarmak
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαφθείρω
διαφθείρω αοριστοσ, διαφθείρω αρχικοι χρονοι αρχαια, διαφθείρω αρχικοι χρονοι, διαφθείρω λεξικο, διαφθείρω συνώνυμο, διαφθείρω λεξικό γλώσσας τούρκικα, διαφθείρω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- διαφημίζω στα τούρκικα - duyurmak, reklam, tanıtımı, reklamını, ilan
- διαφημιστικός στα τούρκικα - reklâm, reklam, reklamcılık, ilanlar, ilana
- διαφθορά στα τούρκικα - rüşvet, bozulma, yolsuzluk, bozulması, yolsuzluğun
- διαφορά στα τούρκικα - kavga, fark, farkı, farklılık, bir fark
Τυχαίες λέξεις
Διαφθείρω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ayartmak, ahlâkını bozmak, baştan çıkarmak
Μεταφράσεις: ayartmak, ahlâkını bozmak, baştan çıkarmak