Διαφθείρω στα ουγγρικά
Μετάφραση: διαφθείρω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
korrupt, lezülleszt, megront, rontják
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαφθείρω
διαφθείρω αοριστοσ, διαφθείρω αρχικοι χρονοι αρχαια, διαφθείρω αρχικοι χρονοι, διαφθείρω λεξικο, διαφθείρω συνώνυμο, διαφθείρω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, διαφθείρω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- διαφημίζω στα ουγγρικά - hirdet, hirdetni, reklámozni, hirdethetek, reklámozzák
- διαφημιστικός στα ουγγρικά - publicitás, hirdetés, reklámozás, reklám, hirdetési, reklámok
- διαφθορά στα ουγγρικά - elromlás, megvásárolhatóság, megrontás, züllöttség, vesztegetés, korrupció, a korrupció, ...
- διαφορά στα ουγγρικά - különbség, különbséget, eltérés, különbözet, a különbség
Τυχαίες λέξεις
Διαφθείρω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: korrupt, lezülleszt, megront, rontják
Μεταφράσεις: korrupt, lezülleszt, megront, rontják