Ελάττωμα στα ιταλικά

Μετάφραση: ελάττωμα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
difetto, vizio, imperfezione, difetti, difetto di, difetto del
Ελάττωμα στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελάττωμα

ελάττωμα in english, πραγματικό ελάττωμα, κατασκευαστικό ελάττωμα, νομικό ελάττωμα, ελάττωμα καρράς, ελάττωμα λεξικό γλώσσας ιταλικά, ελάττωμα στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • εκών στα ιταλικά - willy, pisello, pisellino, di Willy
  • ελάσσων στα ιταλικά - minore, minuto, piccolo, minorenne, piccino, minori, minor
  • ελάττωση στα ιταλικά - falcidia, riduzione, abbuono, diminuzione, detrazione, riduzione del, la riduzione, ...
  • ελάφι στα ιταλικά - cervo, cervi, deer, dei cervi, di cervo
Τυχαίες λέξεις
Ελάττωμα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: difetto, vizio, imperfezione, difetti, difetto di, difetto del