Ελάττωμα στα τούρκικα
Μετάφραση: ελάττωμα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ihmal, kusur, leke, defekt, hata, arıza
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ελάττωμα
ελάττωμα in english, πραγματικό ελάττωμα, κατασκευαστικό ελάττωμα, νομικό ελάττωμα, ελάττωμα καρράς, ελάττωμα λεξικό γλώσσας τούρκικα, ελάττωμα στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- εκών στα τούρκικα - willy, benimkiyle
- ελάσσων στα τούρκικα - az, çocuk, önemsiz, küçük, minör, küçük bir, ufak
- ελάττωση στα τούρκικα - azalma, indirgeme, azaltma, redüksiyon, küçültme
- ελάφι στα τούρκικα - geyik, Deer, geyikler, geyiği, ve geyik
Τυχαίες λέξεις
Ελάττωμα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ihmal, kusur, leke, defekt, hata, arıza
Μεταφράσεις: ihmal, kusur, leke, defekt, hata, arıza