Ελάττωμα στα ρουμανικά
Μετάφραση: ελάττωμα, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cusur, defect, defect de, viciu, defectului, defecțiune
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ελάττωμα
ελάττωμα in english, πραγματικό ελάττωμα, κατασκευαστικό ελάττωμα, νομικό ελάττωμα, ελάττωμα καρράς, ελάττωμα λεξικό γλώσσας ρουμανικά, ελάττωμα στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- εκών στα ρουμανικά - willy, vrând, vrand, de Willy
- ελάσσων στα ρουμανικά - mic, copil, minor, minore, minoră, mică, minora
- ελάττωση στα ρουμανικά - reducere, reducerea, reducere a, de reducere, reducerii
- ελάφι στα ρουμανικά - căprioară, cerb, cerbi, căprioare, caprioare
Τυχαίες λέξεις
Ελάττωμα στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: cusur, defect, defect de, viciu, defectului, defecțiune
Μεταφράσεις: cusur, defect, defect de, viciu, defectului, defecțiune