Μπετό στα ιταλικά

Μετάφραση: μπετό, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
concreto, calcestruzzo, cemento, rinsaldare, concreta, di cemento
Μπετό στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μπετό

μπετόν καθαριότητας, γκρό μπετόν, βιομηχανικό μπετόν, μπετό λεξικό γλώσσας ιταλικά, μπετό στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • μπερδεύω στα ιταλικά - disordine, irretire, impigliato
  • μπερμπάντης στα ιταλικά - farabutto, briccone, birichino, mariolo, mascalzone, birba, furfante, ...
  • μπετόν στα ιταλικά - concreto, calcestruzzo, Concrete, in cemento, in calcestruzzo
  • μπηχτή στα ιταλικά - bichti
Τυχαίες λέξεις
Μπετό στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: concreto, calcestruzzo, cemento, rinsaldare, concreta, di cemento