Μπετό στα γαλλικά
Μετάφραση: μπετό, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cimentent, cimentons, béton, ciment, lier, précis, cimenter, concret, cémenter, cimentez, bétonner, concrète, en béton, de béton
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μπετό
μπετόν καθαριότητας, γκρό μπετόν, βιομηχανικό μπετόν, μπετό λεξικό γλώσσας γαλλικά, μπετό στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- μπερδεύω στα γαλλικά - pagaïe, tumulte, gâchis, entortiller, troubler, désordre, embrouillage, ...
- μπερμπάντης στα γαλλικά - salaud, bâcler, pleutre, vaurien, gredin, canaille, crapule, ...
- μπετόν στα γαλλικά - bétonner, précis, béton, concret, concrète, en béton, Concrete
- μπηχτή στα γαλλικά - pointer, piqûre, enfoncer, planter, piquer, bichti
Τυχαίες λέξεις
Μπετό στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: cimentent, cimentons, béton, ciment, lier, précis, cimenter, concret, cémenter, cimentez, bétonner, concrète, en béton, de béton
Μεταφράσεις: cimentent, cimentons, béton, ciment, lier, précis, cimenter, concret, cémenter, cimentez, bétonner, concrète, en béton, de béton