Μπετό στα ουγγρικά
Μετάφραση: μπετό, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
beton, ragasztószer, cement, konkrét, a konkrét, tényleges, kézzelfogható
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μπετό
μπετόν καθαριότητας, γκρό μπετόν, βιομηχανικό μπετόν, μπετό λεξικό γλώσσας ουγγρικά, μπετό στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- μπερδεύω στα ουγγρικά - behálóz, más módon beleakadnak, módon beleakadnak, behálózó, beleakadnak
- μπερμπάντης στα ουγγρικά - bermpantis
- μπετόν στα ουγγρικά - beton, konkrét, Concrete, Betonszerkezetű, a konkrét
- μπηχτή στα ουγγρικά - bichti
Τυχαίες λέξεις
Μπετό στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: beton, ragasztószer, cement, konkrét, a konkrét, tényleges, kézzelfogható
Μεταφράσεις: beton, ragasztószer, cement, konkrét, a konkrét, tényleges, kézzelfogható