Μπετό στα πορτογαλικά
Μετάφραση: μπετό, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
betão, concreto, cimentar, formigão, cimento, concreta, de concreto, concretas
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μπετό
μπετόν καθαριότητας, γκρό μπετόν, βιομηχανικό μπετόν, μπετό λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μπετό στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- μπερδεύω στα πορτογαλικά - enredar, enredam, enmesh
- μπερμπάντης στα πορτογαλικά - traste, biltre, canalha, bermpantis
- μπετόν στα πορτογαλικά - formigão, betão, concreto, concreta, Concrete, de concreto
- μπηχτή στα πορτογαλικά - bichti
Τυχαίες λέξεις
Μπετό στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: betão, concreto, cimentar, formigão, cimento, concreta, de concreto, concretas
Μεταφράσεις: betão, concreto, cimentar, formigão, cimento, concreta, de concreto, concretas