Μπετό στα ουκρανικά

Μετάφραση: μπετό, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
цемент, бетон, зацементувати, цементний, конкретний, замазка, бетонний, бетонувати, цегла, бетону, двері
Μπετό στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μπετό

μπετόν καθαριότητας, γκρό μπετόν, βιομηχανικό μπετόν, μπετό λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μπετό στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μπερδεύω στα ουκρανικά - грязь, грязюку, грязюка, бруд, обплутувати, обвивати
  • μπερμπάντης στα ουκρανικά - негідник, шахрай, ледащо, bermpantis
  • μπετόν στα ουκρανικά - конкретний, бетонувати, бетонний, бетон, цегла, бетону, двері
  • μπηχτή στα ουκρανικά - bichti
Τυχαίες λέξεις
Μπετό στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: цемент, бетон, зацементувати, цементний, конкретний, замазка, бетонний, бетонувати, цегла, бетону, двері