Μυωπικός στα ιταλικά
Μετάφραση: μυωπικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
miope, miopi, miopico, miopica, miopia
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μυωπικός
μυωπικός καταρράκτης, μυωπικός αστιγματισμός σε παιδια, μυωπικός αστιγματισμός συμπτώματα, μυωπικός αστιγματισμός, μυωπικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, μυωπικός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- μυστρί στα ιταλικά - cazzuola, spatola, trowel, frattazzo, spatola di
- μυτερός στα ιταλικά - vivo, perspicace, appuntito, aguzzo, stridulo, acuminato, affilato, ...
- μυϊκός στα ιταλικά - muscolare, muscoloso, nerboruto, muscolari, muscolo, muscolosa
- μυώ στα ιταλικά - iniziare, myo, di Myo, il myo
Τυχαίες λέξεις
Μυωπικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: miope, miopi, miopico, miopica, miopia
Μεταφράσεις: miope, miopi, miopico, miopica, miopia