Παντρεύομαι στα ιταλικά

Μετάφραση: παντρεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sposare, sposarsi, mer, wed, sposò, gio
Παντρεύομαι στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παντρεύομαι

παντρεύομαι ονειροκρίτης, επιτέλουσ παντρεύομαι, δεν παντρεύομαι, παντρεύομαι ετυμολογία, πότε παντρεύομαι, παντρεύομαι λεξικό γλώσσας ιταλικά, παντρεύομαι στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • παντρεμένη στα ιταλικά - matrimoniale, sposato, sposata, sposati, sposò, sposarsi
  • παντρεμένος στα ιταλικά - matrimoniale, sposato, sposata, sposati, sposò, sposarsi
  • παντόφλα στα ιταλικά - ciabatta, babbuccia, pianella, pantofola, slipper, scarpetta, pistone di
  • πανωλεθρία στα ιταλικά - disastro, catastrofe, sfacelo, debacle, sconfitta, disfatta
Τυχαίες λέξεις
Παντρεύομαι στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: sposare, sposarsi, mer, wed, sposò, gio