Παντρεύομαι στα νορβηγικά
Μετάφραση: παντρεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ons, Wed, Tor, Onsdag, Tir
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παντρεύομαι
παντρεύομαι ονειροκρίτης, επιτέλουσ παντρεύομαι, δεν παντρεύομαι, παντρεύομαι ετυμολογία, πότε παντρεύομαι, παντρεύομαι λεξικό γλώσσας νορβηγικά, παντρεύομαι στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- παντρεμένη στα νορβηγικά - gift, ekteskapelig, giftet seg, giftet, seg, giftet seg med
- παντρεμένος στα νορβηγικά - gift, ekteskapelig, giftet seg, giftet, seg, giftet seg med
- παντόφλα στα νορβηγικά - tøffel, tøffelen, slipper, tøfler, skoen
- πανωλεθρία στα νορβηγικά - fiaskoen, debacle, nederlaget, sammenbruddet, katastrofen
Τυχαίες λέξεις
Παντρεύομαι στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: ons, Wed, Tor, Onsdag, Tir
Μεταφράσεις: ons, Wed, Tor, Onsdag, Tir