Παντρεύομαι στα ουκρανικά

Μετάφραση: παντρεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
павутини, середа, середу, середи, середі, середою
Παντρεύομαι στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παντρεύομαι

παντρεύομαι ονειροκρίτης, επιτέλουσ παντρεύομαι, δεν παντρεύομαι, παντρεύομαι ετυμολογία, πότε παντρεύομαι, παντρεύομαι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, παντρεύομαι στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • παντρεμένη στα ουκρανικά - шлюб, одружений, був, неодружений, Пірсинг
  • παντρεμένος στα ουκρανικά - шлюб, одружений, був, неодружений, Пірсинг
  • παντόφλα στα ουκρανικά - черевик, пантофля, човники-туфлі-човника, Гапочка, тапочка
  • πανωλεθρία στα ουκρανικά - гибель, нещасті, розв'язка, катастрофа, загибель, розгром, розгрому
Τυχαίες λέξεις
Παντρεύομαι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: павутини, середа, середу, середи, середі, середою