Παντρεύομαι στα τούρκικα
Μετάφραση: παντρεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çarşamba, evlenmek, Çrş, Wed, başgöz, evlendirmek
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παντρεύομαι
παντρεύομαι ονειροκρίτης, επιτέλουσ παντρεύομαι, δεν παντρεύομαι, παντρεύομαι ετυμολογία, πότε παντρεύομαι, παντρεύομαι λεξικό γλώσσας τούρκικα, παντρεύομαι στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- παντρεμένη στα τούρκικα - evli, evlendi, evlendim, ile evlendi, evlenmiş
- παντρεμένος στα τούρκικα - evli, evlendi, evlendim, ile evlendi, evlenmiş
- παντόφλα στα τούρκικα - terlik, Slipper, terliği, Terlikler
- πανωλεθρία στα τούρκικα - felaket, fiyasko, yıkım, fiyaskosu, debacle, bozgun
Τυχαίες λέξεις
Παντρεύομαι στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: çarşamba, evlenmek, Çrş, Wed, başgöz, evlendirmek
Μεταφράσεις: çarşamba, evlenmek, Çrş, Wed, başgöz, evlendirmek