Παντρεύομαι στα τσεχικά
Μετάφραση: παντρεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
oddat, oženit, vzít si za ženu, sezdát, vzít si za muže, st
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παντρεύομαι
παντρεύομαι ονειροκρίτης, επιτέλουσ παντρεύομαι, δεν παντρεύομαι, παντρεύομαι ετυμολογία, πότε παντρεύομαι, παντρεύομαι λεξικό γλώσσας τσεχικά, παντρεύομαι στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- παντρεμένη στα τσεχικά - vdaná, ženatý, manželský, oženil, si vzal, provdala
- παντρεμένος στα τσεχικά - ženatý, vdaná, manželský, oženil, si vzal, provdala
- παντόφλα στα τσεχικά - trepka, bačkora, pantofel, papuče, Slipper, pantoflíček
- πανωλεθρία στα τσεχικά - neštěstí, pohroma, katastrofa, debakl, debaklu, debacle, debaklem
Τυχαίες λέξεις
Παντρεύομαι στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: oddat, oženit, vzít si za ženu, sezdát, vzít si za muže, st
Μεταφράσεις: oddat, oženit, vzít si za ženu, sezdát, vzít si za muže, st