Παντρεύομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: παντρεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
woensdag, trouwen, Woe, wo, Nagekeken verkoper
Παντρεύομαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παντρεύομαι

παντρεύομαι ονειροκρίτης, επιτέλουσ παντρεύομαι, δεν παντρεύομαι, παντρεύομαι ετυμολογία, πότε παντρεύομαι, παντρεύομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, παντρεύομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • παντρεμένη στα ολλανδικά - gehuwd, getrouwd, trouwde, trouwen, huwde
  • παντρεμένος στα ολλανδικά - gehuwd, getrouwd, trouwde, trouwen, huwde
  • παντόφλα στα ολλανδικά - pantoffel, slof, slipper, muiltje, pantoffel van
  • πανωλεθρία στα ολλανδικά - treurspel, ramp, rampen, tragedie, onheil, catastrofe, debacle, ...
Τυχαίες λέξεις
Παντρεύομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: woensdag, trouwen, Woe, wo, Nagekeken verkoper