Παντρεύομαι στα ρωσικά
Μετάφραση: παντρεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
венчаться, сочетать, соединять, женить, среда, ср, женился, женился на, Wed
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παντρεύομαι
παντρεύομαι ονειροκρίτης, επιτέλουσ παντρεύομαι, δεν παντρεύομαι, παντρεύομαι ετυμολογία, πότε παντρεύομαι, παντρεύομαι λεξικό γλώσσας ρωσικά, παντρεύομαι στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- παντρεμένη στα ρωσικά - брачный, замужняя, женатый, супружеский, семейный, женат, женился, ...
- παντρεμένος στα ρωσικά - женатый, семейный, замужняя, супружеский, брачный, женат, женился, ...
- παντόφλα στα ρωσικά - танкетка, башмак, полуботинок, ботинок, тапочка, тапочки, башмачок, ...
- πανωλεθρία στα ρωσικά - гибель, катастрофа, крушение, несчастье, развязка, разгром, фиаско, ...
Τυχαίες λέξεις
Παντρεύομαι στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: венчаться, сочетать, соединять, женить, среда, ср, женился, женился на, Wed
Μεταφράσεις: венчаться, сочетать, соединять, женить, среда, ср, женился, женился на, Wed