Διεκδικώ στα κροατικά

Μετάφραση: διεκδικώ, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pobiti, potraživanje, izjavljivati, dokazivati, dokazivanje, svađa, žalba, parnica, tvrđenje, osporiti, spor, zahtjev, tvrditi, tvrde, potvrditi, ustvrditi, nametnuti
Διεκδικώ στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διεκδικώ

διεκδικώ αγγλικά, διεκδικώ translation, διεκδικώ μετάφραση αγγλικά, διεκδικώ προστακτική, διεκδικώ ετυμολογία, διεκδικώ λεξικό γλώσσας κροατικά, διεκδικώ στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • διεισδυτικός στα κροατικά - pronicljiv, prodoran, nametljiv, nametljivo, intrusive, nametljiva, nametljivi
  • διεκδίκηση στα κροατικά - žalba, zahtjev, potraživanje, tvrdnja, tvrdnju, tražbina
  • διεκπεραίωση στα κροατικά - promjena, stavka, ugovaranje, rukovanje, rukovanja, postupanje, za rukovanje, ...
  • διενέργεια στα κροατικά - provođenje, vođenje, provodi, obavljanje, provođenja
Τυχαίες λέξεις
Διεκδικώ στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: pobiti, potraživanje, izjavljivati, dokazivati, dokazivanje, svađa, žalba, parnica, tvrđenje, osporiti, spor, zahtjev, tvrditi, tvrde, potvrditi, ustvrditi, nametnuti