Διεκδικώ στα σουηδικά

Μετάφραση: διεκδικώ, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
diskutera, anspråk, fordra, träta, konflikt, fordran, krav, tvist, gräl, strid, påstå, gräla, hävda, hävdar, gällande, göra gällande
Διεκδικώ στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διεκδικώ

διεκδικώ αγγλικά, διεκδικώ translation, διεκδικώ μετάφραση αγγλικά, διεκδικώ προστακτική, διεκδικώ ετυμολογία, διεκδικώ λεξικό γλώσσας σουηδικά, διεκδικώ στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • διεισδυτικός στα σουηδικά - skarp, påträngande, Intrusive, störande, inkräktande, ingripande
  • διεκδίκηση στα σουηδικά - krav, fordra, fordran, anspråk, påstående, patentkrav
  • διεκπεραίωση στα σουηδικά - hantering, hanteringen, hanterings, hantera
  • διενέργεια στα σουηδικά - bedrift, insats, ledande, genomför, genomföra, bedriva
Τυχαίες λέξεις
Διεκδικώ στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: diskutera, anspråk, fordra, träta, konflikt, fordran, krav, tvist, gräl, strid, påstå, gräla, hävda, hävdar, gällande, göra gällande