Διεκδικώ στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: διεκδικώ, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бранат, тврдат, наметнат, потврдуваме, наметне
Διεκδικώ στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διεκδικώ

διεκδικώ αγγλικά, διεκδικώ translation, διεκδικώ μετάφραση αγγλικά, διεκδικώ προστακτική, διεκδικώ ετυμολογία, διεκδικώ λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, διεκδικώ στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • διεισδυτικός στα σλαβομακεδονικά - нападни, наметлив, наметливи, наметлива, наметливо
  • διεκδίκηση στα σλαβομακεδονικά - барање, побарување, тврдење, барањето, тврдат
  • διεκπεραίωση στα σλαβομακεδονικά - ракување, ракување со, ракувањето, постапување, справување
  • διενέργεια στα σλαβομακεδονικά - спроведување на, спроведување, водење, водење на, вршење
Τυχαίες λέξεις
Διεκδικώ στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: бранат, тврдат, наметнат, потврдуваме, наметне