Διεκδικώ στα εσθονικά

Μετάφραση: διεκδικώ, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
taotlema, väide, tõendama, vaidlustama, nõudma, vaidlema, sõnasõda, kinnitama, väidavad, väita
Διεκδικώ στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διεκδικώ

διεκδικώ αγγλικά, διεκδικώ translation, διεκδικώ μετάφραση αγγλικά, διεκδικώ προστακτική, διεκδικώ ετυμολογία, διεκδικώ λεξικό γλώσσας εσθονικά, διεκδικώ στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • διεισδυτικός στα εσθονικά - läbitungiv, intrusiivne, kohtjuhtimine, Intrusive, pealetükkiv, pealetükkivad
  • διεκδίκηση στα εσθονικά - nõudma, väide, taotlema, nõue, nõudluspunktile, nõude, väite
  • διεκπεραίωση στα εσθονικά - tehing, kanne, käsitsemine, käitlemise, käitlemine, käsitsemise, käitlemist
  • διενέργεια στα εσθονικά - menetlus, läbiviimine, läbiviimiseks, läbi, läbiviimisel, läbiviimise
Τυχαίες λέξεις
Διεκδικώ στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: taotlema, väide, tõendama, vaidlustama, nõudma, vaidlema, sõnasõda, kinnitama, väidavad, väita