Διεκδικώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διεκδικώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
disputa, créditos, afirme, postular, reivindicação, porfiar, disputar, afirmar, asseverar, afirmam, valer, fazer valer
Διεκδικώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διεκδικώ

διεκδικώ αγγλικά, διεκδικώ translation, διεκδικώ μετάφραση αγγλικά, διεκδικώ προστακτική, διεκδικώ ετυμολογία, διεκδικώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διεκδικώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διεισδυτικός στα πορτογαλικά - intrusivo, intruso, intrusiva, intrusive, Incomodativo
  • διεκδίκηση στα πορτογαλικά - créditos, postular, reivindicação, alegação, reclamação, afirmação, crédito
  • διεκπεραίωση στα πορτογαλικά - manipulação, manuseio, manejo, tratamento, manuseamento
  • διενέργεια στα πορτογαλικά - aquisição, condutor, condução, conduzir, realização de, conduzindo
Τυχαίες λέξεις
Διεκδικώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: disputa, créditos, afirme, postular, reivindicação, porfiar, disputar, afirmar, asseverar, afirmam, valer, fazer valer