Διεκδικώ στα λιθουανικά

Μετάφραση: διεκδικώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prieštaravimas, konfliktas, teigti, ginti, teigia
Διεκδικώ στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διεκδικώ

διεκδικώ αγγλικά, διεκδικώ translation, διεκδικώ μετάφραση αγγλικά, διεκδικώ προστακτική, διεκδικώ ετυμολογία, διεκδικώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διεκδικώ στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • διεισδυτικός στα λιθουανικά - įkyrūs, nepageidaujamas, įkyrus, Intrusive, invazinį
  • διεκδίκηση στα λιθουανικά - reikalavimas, ieškinys, pretenzija, teiginys, tvirtinimas
  • διεκπεραίωση στα λιθουανικά - tvarkymas, tvarkymo, Naudojimas, krova, valdymas
  • διενέργεια στα λιθουανικά - atlikti, atliekant, vykdyti, vykdant, atlieka
Τυχαίες λέξεις
Διεκδικώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: prieštaravimas, konfliktas, teigti, ginti, teigia