Διεκδικώ στα σλοβενικά

Μετάφραση: διεκδικώ, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
trdit, spor, trditi, uveljavljajo, uveljavljati, uveljaviti
Διεκδικώ στα σλοβενικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διεκδικώ

διεκδικώ αγγλικά, διεκδικώ translation, διεκδικώ μετάφραση αγγλικά, διεκδικώ προστακτική, διεκδικώ ετυμολογία, διεκδικώ λεξικό γλώσσας σλοβενικά, διεκδικώ στα σλοβενικά

Μεταφράσεις

  • διεισδυτικός στα σλοβενικά - vsiljivo, vsiljivi, vsiljiv, vsiljive, vsiljiva
  • διεκδίκηση στα σλοβενικά - trdit, trditev, zahtevek, terjatev, zahtevku
  • διεκπεραίωση στα σλοβενικά - ravnanje, rokovanje, ravnanje z, Industrijska, ravnanja
  • διενέργεια στα σλοβενικά - čin, vodenje, opravljanje, izvajanje, vodenju, izvaja
Τυχαίες λέξεις
Διεκδικώ στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: trdit, spor, trditi, uveljavljajo, uveljavljati, uveljaviti